Αδράστεια

Αδράστεια
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο Δικταίον Άντρον και εμπιστεύτηκε τη διατροφή του στη νύμφη Α. και την αδελφή της Ιώ, που του έδιναν να πιει το γάλα της Αμάλθειας. Αργότερα, όταν έγινε κύριος του κόσμου, ο Δίας, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τις κόρες του Μελισσέα, τους έδωσε ένα από τα κέρατα της Αμάλθειας, που ήταν πάντα γεμάτο με την τροφή ή το ποτό που επιθυμούσε ο κάτοχός του.
2. Κόρη του Δία και της Ανάγκης. Ήταν θεά της εκδίκησης, και πολλοί πιστεύουν πως η λέξη Α. δεν ήταν παρά επωνυμία της Νέμεσης, κόρης του Ωκεανού, που ήταν πατέρας και των Ερινύων. Ένας ναός της Α., στον Αίσηπο ποταμό, κοντά στην Τροία, πιστεύεται πως ήταν έργο του Άδραστου, γιού του μυθολογικού βασιλιά της Φρυγίας Μίδα, που ήθελε να εξιλεωθεί για τους φόνους του.
II
Αρχαία χώρα της Μικράς Ασίας κοντά στην Προποντίδα, που διασχίζεται από τον Γρανικό ποταμό. Κοντά στις εκβολές του ποταμού και ανάμεσα στις αρχαίες πόλεις Πάριο και Πρίαντο υπήρχε ομώνυμη πόλη. Όλη η γύρω περιοχή ονομαζόταν Α. και Αδράστειον πεδίον. Υπήρχε εκεί μαντείο του Απόλλωνα Ακταίου και της Άρτεμης.
* * *
Ἀδράστεια, η (Α)
κύριο όνομα, που απαντά ήδη στη μυκηναϊκή περίοδο σε πινακίδα τής Πύλου ως a-da-ra-te-ja.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλ. τού Ἄδραστος (< - στερητ. + (ἀπο)διδράσκω) = αναπόδραστος, αναπόφευκτος. Το θηλ. Ἀδράστεια λεγόταν για τη Νέμεση «που δεν μπορούσε κανείς να τήν αποφύγει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀδραστεία — Ἀδραστείᾱ , Ἀδράστεια fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδραστείᾳ — Ἀδραστείᾱͅ , Ἀδράστεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδράστεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδραστείας — Ἀδραστείᾱς , Ἀδράστεια fem acc pl Ἀδραστείᾱς , Ἀδράστεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδραστείαι — Ἀδραστείᾱͅ , Ἀδράστεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδρηστείης — Ἀδράστεια fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδράστειαν — Ἀδράστεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδρήστεια — Ἀδράστεια fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀδρήστειαν — Ἀδράστεια fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Adrastéa — ADRASTÉA, æ, Gr. Ἀδράστεια, ας, ist so viel, als Nemesis, oder die Rach. göttinn, und hat ihren Namen entweder von dem α privativo und δράω, ich thue, weil sie nichts in ihrem Thun aufhalten kann; oder auch von διδράσκω, ich fliehe, weil ihr… …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”